εὐοπλότατος

εὐοπλότατος
εὔοπλος
well-armed
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύοπλος — (I) εὔοπλος, ον (Α) 1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.) 2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.) 3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”